- γεροντοβρόσια
- τα, γεροντοθρόφι τό см. γεροντομοίρι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεροντοβρόσια — και μοίρια και τρόφια, τα κτήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κρατούσαν για τη συντήρηση τους οι γονείς, όταν μοίραζαν την περιουσία στα παιδιά τους … Dictionary of Greek
γεροντομοίρι — το και μοίρια, τα βλ. γεροντοβρόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέροντας + μοίρα «μερίδιο»] … Dictionary of Greek
γεροντοτρόφια — τα βλ. γεροντοβρόσια … Dictionary of Greek